συντριπτικός

συντριπτικός
-ή, -ό / συντριπτικός, -ή, -όν, ΝΜ [συντρίβω]
ο ικανός να επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, καταστρεπτικός, ολέθριος
νεοελλ.
1. μτφ. α) αυτός που εκμηδενίζει, εξουθενωτικός (α. «συντριπτική νίκη» β. «συντριπτικά επιχειρήματα» γ. «συντριπτική πλειοψηφία»)
β) αυτός που προκαλεί ψυχική συντριβή
2. φρ. «συντριπτικό κάταγμα»
ιατρ. κάταγμα στο οποίο τα κατεαγότα άκρα έχουν συντριβεί σε πολλά κομμάτια. Επιρρ. συντριπτικώς και συντριπτικά Ν
με συντριπτικό τρόπο, καταστρεπτικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συντριπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ικανός να συντρίψει, καταστρεπτικός: Δέχτηκαν συντριπτικό χτύπημα. 2. «συντριπτική υπεροχή», αναμφισβήτητη και μεγάλη υπεροχή, έτσι που να αποθαρρύνει τον αντίπαλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θλαστικός — ή, ό (Α θλαστικός, ή, όν) αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για θλάση, αυτός που συντρίβει, συντριπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. θλαστικός < θλάστ ης ή θλαστ ός] …   Dictionary of Greek

  • μαλερός — μαλερός, ά, όν (Α) 1. ισχυρός, ορμητικός, βίαιος 2. (για τη φωτιά) καταστρεπτικός («μαλερῷ δὲ καταφλέξας πυρὶ κώμας», Ησίοδ.) 3. ενθουσιώδης, σφοδρός («πόθῳ στένεται μαλερῷ», Αισχύλ.) 4. δεινός, τρομερός («πόνους τλήνας μαλεροὺς ἀκάμαντας»,… …   Dictionary of Greek

  • συντριπτίτιδα — η, Ν είδος εκρηκτικής ύλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συντρίβω (πρβλ. συντριπτικός) + κατάλ. ίτιδα (πρβλ. δυναμίτιδα)] …   Dictionary of Greek

  • Μεσολόγγι — Πόλη (υψόμ. 3 μ., 12.225 κάτ.) της δυτικής Στερεάς Ελλάδος, πρωτεύουσα του νομού Αιτωλοακαρνανίας και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη, χτισμένη σε έναν προσχωσιγενή βραχίονα που σχηματίζεται ανάμεσα στη λιμνοθάλασσά του και στη λιμνοθάλασσα της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”