- συντριπτικός
- -ή, -ό / συντριπτικός, -ή, -όν, ΝΜ [συντρίβω]ο ικανός να επιφέρει ολοκληρωτική καταστροφή, καταστρεπτικός, ολέθριοςνεοελλ.1. μτφ. α) αυτός που εκμηδενίζει, εξουθενωτικός (α. «συντριπτική νίκη» β. «συντριπτικά επιχειρήματα» γ. «συντριπτική πλειοψηφία»)β) αυτός που προκαλεί ψυχική συντριβή2. φρ. «συντριπτικό κάταγμα»ιατρ. κάταγμα στο οποίο τα κατεαγότα άκρα έχουν συντριβεί σε πολλά κομμάτια. Επιρρ. συντριπτικώς και συντριπτικά Νμε συντριπτικό τρόπο, καταστρεπτικά.
Dictionary of Greek. 2013.